τσιμένταρω

τσιμένταρω
(αόρ. τσιμεντάρισα) μετ. цементировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τσιμένταρω" в других словарях:

  • τσιμεντάρω — τσιμεντάρισα, τσιμενταρίστηκα, τσιμενταρισμένος, επιστρώνω ή φράζω κάτι με τσιμέντο: Τσιμεντάρισα τον τοίχο. – Τσιμεντάρω το σωλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντάρισμα — το, Ν [τσιμεντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντώνω — Ν [τσιμέντο] τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντώνω — τσιμέντωσα, τσιμεντώθηκα, τσιμεντωμένος, τσιμεντάρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»